- σπουδασμάτιον
- σπουδασ-μάτιον, τό, Dim. of foreg.,A short treatise, Phot.Bibl.p.99 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπουδασμάτιον — short treatise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδασμάτιον — τὸ, Μ [σπούδασμα, ατος] σύντομη πραγματεία … Dictionary of Greek